- καθαιρετός
- καθαιρ-ετός, ή, όν,A able to be achieved,
ὃ ἐκεῖνοι ἐπιστήμῃ προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῖν ἐστὶ μελέτῃ Th.1.121
(v.l. καθαιρετέον, but cf. D.C.Fr.43.11).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὃ ἐκεῖνοι ἐπιστήμῃ προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῖν ἐστὶ μελέτῃ Th.1.121
(v.l. καθαιρετέον, but cf. D.C.Fr.43.11).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθαιρετός — καθαιρετός, ή, όν (Α) [καθαιρῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αποκτήσει, να επιτύχει, αποκτητός («ὃ ἐκεῑνοι ἐπιστήμη προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῑν ἐστι μελέτη», Θουκ.) … Dictionary of Greek
καθαιρετόν — καθαιρετός able to be achieved masc acc sg καθαιρετός able to be achieved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρετῶν — καθαιρέτης overthrower masc gen pl καθαιρετός able to be achieved fem gen pl καθαιρετός able to be achieved masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαθαίρετος — εὐκαθαίρετος, ον (Α) 1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα 2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.) 3. αυτός που εξαντλείται εύκολα 4. ασταθής, ευμετάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + … Dictionary of Greek